Δεν υπάρχει πρόοδος στην πρόβλεψη των σεισμών

Δεκάδες νεκροί και τραυματίες, ερείπια, η αγωνία για το αύριο. Ο νέος σεισμός στην Ιταλία αναδεικνύει και πάλι το ζήτημα της πρόβλεψης των σεισμών. Γιατί σε τόσο ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες και ενώ η επιστήμη και η τεχνολογία έχουν προχωρήσει τόσο πολύ, δεν είμαστε σε θέση να προβλέψουμε σεισμούς τέτοιου μεγάλου μεγέθους;

Ο Φρέντερικ Τίλμαν από το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο του Πότσνταμ, μιλώντας στο Γερμανικό Ραδιόφωνο Deutschlandradio είναι σαφής: «Γιατί απλά έτσι είναι η φυσική των σεισμών. Τέτοιοι σεισμοί δεν δίνουν συνήθως προηγούμενα σημάδια. Η ένταση συσσωρεύεται στη γη και κάποτε ξεσπάει. Αλλά ο ακριβής χρόνος δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί και σπάνια υπάρχουν προσεισμικές δονήσεις ή άλλα σημάδια».

Πόσο όμως έχει προχωρήσει πράγματι η επιστήμη; Ή μήπως απλώς έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που δεν μπορούμε πλέον να προχωρήσουμε όσον αφορά την πρόβλεψη; «Υπάρχουν πάντα σημάδια. Αλλά πρέπει να είμαστε ειλικρινείς. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε με ακρίβεια τον χρόνο, τον τόπο και το μέγεθος. Δεν υπάρχει σε αυτό τον τομέα πραγματική πρόοδος. Και δεν έχει ξεκαθαριστεί εάν η ακρίβεια είναι δυνατή ή αν πρόκειται για μια χαοτική διαδικασία και θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με την αδυναμία της πρόβλεψης».

Η Γερμανία δεν κινδυνεύει

Ο Γερμανός ειδικός τονίζει πως η ευρύτερη περιοχή είναι σεισμογενής και πως και στο μέλλον θα συνεχίσει να ταλαιπωρείται από σεισμούς. Επισημαίνει παράλληλα πως ο κίνδυνος στη Γερμανία είναι μικρότερος από ότι στην Ιταλία. Ωστόσο υπογραμμίζει επίσης πως υπήρξαν και στη Γερμανία παρόμοιοι σε ένταση σεισμοί, όπως για παράδειγμα το 1911. Τότε κατεγράφη σεισμός 6,1 βαθμών στην κλίμακα Ρίχτερ. Οι πιο σεισμογενείς περιοχές θεωρούνται αυτές γύρω από τις Άλπεις και κατά μήκος του Ρήνου. Η βόρεια Γερμανία πάντως κινδυνεύει λιγότερο από όλες τις περιοχές στη χώρα από σεισμούς.

Ο Γερμανός ειδικός επισημαίνει πως ιδιαίτερα σημαντική είναι η κατάλληλη προετοιμασία και η σωστή δόμηση. Στην Ιταλία βέβαια, όπως λέει, υπάρχουν πάρα πολλά ιστορικά κτίρια. Η συντήρηση τους αλλά και αργότερα η αποκατάστασή τους είναι πολύ δύσκολη και δαπανηρή.


Πηγή: Deutche Welle - Τομπίας Αρμπρίστερ / Μαρία Ρηγούτσου