Νέος συγγενής του Homo sapiens ανακαλύφθηκε σε πιθανό ομαδικό τάφο!

Ένα έως τώρα άγνωστο μέλος του γενεαλογικού δέντρου του ανθρώπου φαίνεται πως ανακάλυψαν παλαιοντολόγοι στη Νότια Αφρική, με τα ευρήματα έως τώρα να γεννούν πολλά ερωτήματα, αλλά και το ενδεχόμενο να πρόκειται για ένα είδος ανθρωπίδη που έθαβε τους νεκρούς με τελετουργικό τρόπο.

Οι επιστήμονες έχουν έως τώρα ανακαλύψει 1.550 τμήματα οστών που ανήκουν σε περίπου 15 άτομα, ενώ χιλιάδες ακόμα θραύσματα οστών παραμένουν «κρυμμένα» σε μια από τις αίθουσες του συμπλέγματος σπηλαίων Rising Star, κοντά στο Γιοχάνεσμπουργκ. Μιλάμε μάλλον για τη μεγαλύτερη σε αριθμούς παλαιοντολογική ανακάλυψη στην Αφρική.

Το μεγαλύτερο ερώτημα όμως είναι το πώς κατέληξαν τα οστά στις σπηλιές, με δεδομένο ότι ο χώρος όπου βρέθηκαν είναι σήμερα προσβάσιμος μόνο μέσω στενών διαδρομών, εύρους περίπου 18 εκατοστών. Την ίδια στιγμή, δεν υπάρχουν ενδείξεις άλλων παρεμβάσεων, παραδείγματος χάριν ότι οι σοροί εναποτέθηκαν εκεί από άγρια ζώα, λόγω πλημμυρών, ή εξαιτίας άλλης καταστροφής.

Το λογικότερο – αλλά όχι σίγουρο – συμπέρασμα, είναι ότι πρόκειται για ομαδικό τάφο. Στη σπηλιά βρίσκονται τα λείψανα ενηλίκων και παιδιών και βρεφών, το ένα πάνω στο άλλο.

Τα ερωτήματα δεν τελειώνουν εκεί. Τα λείψανα που έχουν εξεταστεί ως τώρα σχηματίζουν την εικόνα ενός είδους που έφερε τόσο ανθρώπινα όσο και πιο πρωτόγονα χαρακτηριστικά. Φαίνεται πως βάδιζε σε όρθια θέση, ενώ τα άκρα του θυμίζουν την οικογένεια των Homo. Αντίθετα, ο εγκέφαλος και οι ώμοι του θυμίζουν περισσότερο τους πιο πιθηκόμορφους προγόνους των ανθρωπίδων.

Οι ερευνητές ονόμασαν το είδος Homo naledi, περιλαμβάνοντάς το στην εξελικτική κατηγορία Homo, η οποία περιλαμβάνει εν τέλει και τον σύγχρονο άνθρωπο. Ωστόσο, τονίζουν πως δεν έχουν στοιχεία που να δείχνουν πως ο naledi είναι απευθείας πρόγονος του είδους μας, αλλά μάλλον πρόκειται για έναν μακρινό εξάδελφο που εξαφανίστηκε στην πορεία της εξέλιξης.

Άγνωστη παραμένει και η ηλικία των ευρημάτων, καθώς οι έως τώρα τεχνικές χρονολόγησης δεν έχουν φέρει αποτέλεσμα.

Τα πρώτα αποτελέσματα των ερευνών δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό περιοδικό eLife.
Πηγή: skai.gr