Κλείσιμο

Εξαιρετικά χαμηλή ενεργειακή απόδοση για τα περισσότερα ελληνικά κτίρια

Διάτρητα και εκτεθειμένα στα καιρικά φαινόμενα είναι τα ελληνικά κτίρια, όπως προκύπτει από τα συγκεντρωτικά στοιχεία που δημοσιοποίησε το ΥΠΕΚΑ με αφορμή τη συμπλήρωση δυο ετών εφαρμογής του θεσμού των Ενεργειακών Επιθεωρήσεων.

Από τις 9 Ιανουαρίου 2011 έχουν εκδοθεί συνολικά 274.000 Πιστοποιητικά Ενεργειακής Απόδοσης, που αφορούν είτε σε παλιά κτίρια που μισθώνονται, πωλούνται ή ανακαινίζονται, είτε σε νέες κατασκευές.

Όπως προκύπτει απο τα στοιχεία 74.426 κτίρια κατατάσσονται στη χαμηλότερη ενεργειακή κατηγορία Η, γεγονός που σημαίνει ότι για τη θέρμανση και την ψύξη τους απαιτείται υπερπολλαπλάσια ποσότητα ενέργειας.

40.459 ελληνικά κτίρια εντάσσονται μια κατηγορία υψηλότερα, στην κατηγορία Ζ, ενώ στις κατηγορίες Δ, Ε και Ζ εντάσσονται περίπου 150.000 κτίρια.

Στις κατηγορίες αυτές πληρούνται κάποιες βασικές προϋποθέσεις που σχετίζονται με τη μόνωση και τα κουφώματα όμως και πάλι, απέχουν πολύ απο το μέσο όρο των ευρωπαϊκών κτιρίων που ανήκουν κυρίως στην υψηλή ενεργειακή κατηγορία Β.

Στην Ελλάδα από τις 274.000 ενεργειακές επιθεωρήσεις που έγιναν προέκυψε πως μόλις 9.500 ανήκουν στις ενεργειακές κατηγορίες Β και Β+, ενώ ακόμη λιγότερα ανήκουν στην κατηγορία Α και Α+, κτίρια τα οποία έχουν επιτύχει πάνω από 80% εξοικονόμηση ενέργειας σε σχέση με τις συμβατικές κατασκευές.

Σύμφωνα με το ΥΠΕΚΑ
το επόμενο βήμα αφορά στη βελτίωση του νομοθετικού πλαισίου, στην εντατικοποίηση των ελέγχων από την ειδική υπηρεσία ενεργειακών επιθεωρητών και στην αξιολόγηση των συμπερασμάτων της πρώτης καταγραφής, ώστε τελικά να περάσουμε σε συγκεκριμένες προτάσεις βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων της χώρας σε συνδυασμό με κατάλληλα κίνητρα και χρηματοδοτικά εργαλεία.

Σύμφωνα με αναφορές που έχουν δημοσιοποιηθεί στο παρελθόν, τα ελληνικά κτίρια κατά μέσο όρο απαιτούν τριπλάσια ενέργεια για τη θέρμανση και ψύξη τους σε σχέση με κτίρια της βόρειας Ευρώπης και είναι σκόπιμο να προχωρήσει η μαζική ενεργειακή βελτίωση των ελληνικών κτιρίων, προκείμενου να μειωθούν τόσο οι δαπάνες για τους ιδιοκτήτες όσο και η ατμοσφαιρική επιβάρυνση που προκαλεί η καύση ακατάλληλων προϊόντων.

Παράλληλα μια τέτοια ενέργεια αναμένεται να λειτουργήσει ευεργετικά και για την εθνική οικονομία, αφού θα αναζωογονήσει συνολικά τον κλάδο της οικοδομής.
Πηγή: Κατερίνα Χριστοφιλίδου