Η πυρηνική ενέργεια δεν είναι πάντα φθηνότερη για τους καταναλωτές

Οι πυρηνικοί αντιδραστήρες μπορεί να είναι ελκυστικοί για τους ιδιοκτήτες τους, αλλά όχι απαραίτητα και για τους καταναλωτές, μιας και σχεδόν ποτέ δεν καθορίζουν την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας που αφορά στην ανταλλαγή ενέργειας, ανέφερε ο Alois Tost, ένας ανεξάρτητος σύμβουλος σε θέματα ενέργειας.

Σε μια συνέντευξη του στην EurActiv Τσεχίας, ο Γερμανός ειδικός σύνεστησε επίσης την αποφυγή της χρήσης φωτοβολταϊκής ηλιακής ενέργειας ως αντιστάθμισμα στην σταδιακή κατάργηση των πυρηνικών αντιδραστήρων στην Γερμανία.

Ο Tost, ένας Γερμανός σύμβουλος που συνεργάζεται με ενεργειακές εταιρίες στην Τσεχία, είπε πως ο διάλογος για το κόστος της σταδιακής κατάργησης της πυρηνικής ενέργειας έχει αποπροσανατολιστεί.
Σε αντίθεση με ότι έχει υποστηριχθεί , η κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας δεν θα γίνει αισθητή στους καταναλωτές, είπε. Και αυτό γιατί η ηλεκτρική ενεργεία που παράγεται από πυρηνικούς αντιδραστήρες είναι φθηνότερη από το φυσικό αέριο και ως εκ τούτου δεν έχει καμία επιρροή στον καθορισμό των τιμών στην χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.

«Η τιμή του ηλεκτρισμού δημιουργείται στις συναλλαγές ενέργειας και πάντα καθορίζεται από την πιο ακριβή μονάδα παραγωγής ενέργειας που είναι απαραίτητη για να καλύψει την ζήτηση. [...] Και συνήθως αυτές είναι οι μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο που καθορίζουν την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας. Οι πυρηνικοί σταθμοί ενέργειας δεν αποφασίζουν για την τιμή σχεδόν ποτέ» είπε ο Tost.

Ως αποτέλεσμα,«κάθε μονάδα παραγωγής ενέργειας πληρώνεται στην τιμή που πρέπει να πληρωθεί η πιο ακριβή από όλε, η αποκαλούμενη οριακή ενεργειακή μονάδα. Επομένως η λειτουργία μιας πυρηνικής μονάδας παραγωγής είναι κάτι το πολύ ελκυστικό για τους ιδιοκτήτες της».

«Αυτό είναι ένα ερώτημα του ποιος κερδίζει και ποιος πληρώνει. Όταν κάποιος λέει πως οι πυρηνικοί σταθμοί είναι φθηνοί, αυτό ισχύει για τους ιδιοκτήτες αλλά όχι απαραίτητα για τους καταναλωτές».
Απαντώντας στο επιχείρημα πως οι τιμές του ηλεκτρικού αυξηθήκαν στην Γερμανία όταν οι οκτώ πυρηνικοί σταθμοί απενεργοποιήθηκαν, ο Tost είπε πως αυτό έγινε επειδή δεν αντικαταστάθηκαν από φθηνότερους σταθμούς παραγωγής με ορυκτά καύσιμα για παράδειγμα, αλλά με σταθμούς φυσικού αερίου.
«Εάν αντικατασταθεί η παραγωγή ενός πυρηνικού σταθμού για παράδειγμα με ενός σταθμού ορυκτών καυσίμων, η τιμή δεν θα αλλάξει επειδή το φυσικό αέριο παραμένει το πιο ακριβό και κατά συνέπεια καθορίζει την τιμή».

Ο Tost δεν πιστεύει πως υπάρχει κάποιος κίνδυνος από την απόφαση της Γερμανίας να αντικαταστήσει την πυρηνική παραγωγή με την παραγωγή μέσω καύσης ορυκτών που μολύνει έντονα την ατμόσφαιρα, μια κίνηση που θα έθετε σε κίνδυνο τους περιβαλλοντικούς στόχους της χώρας. Κατά την γνώμη του, το κοινοτικό σύστημα εμπορίας εκπομπών είναι σε θέση να ρυθμίζει τις εκπομπές ανεξάρτητα με την τεχνολογία.

«Εάν κάποιος πει πως ένας νέος σταθμός ορυκτών καυσίμων θα οδηγήσει σε άνοδο των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, αυτό δεν ισχύει γιατί το ποσό είναι καθορισμένο και δεν θα δοθούν περισσότερα πιστοποιητικά εκπομπών επειδή μια νέα μονάδα παραγωγής χτίζεται».

Μπορούν οι AΠΕ να καλύψουν το κενό;
Ερωτώμενος για τις ανανεώσιμες πηγές, ο Tost εξέφρασε αμφιβολίες για το εάν η Γερμανία θα επένδυε στην ηλιακή ενέργεια σαν μια εναλλακτική πηγή αντί της πυρηνικής.

«Τα φωτοβολταϊκά σίγουρα δεν είναι ο πιο αποδοτικός τρόπος παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας γιατί αν αναλογιστούμε πως συμβάλλουν μόνο το 14.2% της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, την ίδια στιγμή το μερίδιο τους από τις επιδοτήσεις για την παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας φτάνει το 38,6%».
Τόνισε επίσης τις δυσκολίες εισαγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας στην Γερμανία λόγω της ανεπαρκούς χωρητικότητας μεταφοράς δικτύου.

«Θα χρειαζόταν για παράδειγμα να ενδυναμώσουμε την χωρητικότητα μεταφοράς δικτύου. Στην Γερμανία αυτό θα αντιμετώπιζε σκληρή αντιπολίτευση από τον πληθυσμό γιατί συνήθως οι άνθρωποι θέλουν να έχουν καθαρή ενέργεια αλλά κανείς δεν θέλει να έχει ανεμογεννήτριες ή καλώδια δικτύου στον κήπο του. Αλλά αυτό είναι ένα από τα πιθανά σενάρια για το μέλλον, πως οι άνθρωποι θα συνειδητοποιήσουν την ιδέα να παράγουν ανανεώσιμη ενέργεια εκεί που είναι πιο αποτελεσματική ώστε να διαβιβαστεί σε άλλες περιοχές.
Για να διαβάσετε ολόκληρη την συνέντευξη πατήστε ΕΔΩ.

Ιστορικό
Ο διάλογος για την πυρηνική ενέργεια στην Γερμανία συνεχίζεται από το 2000, όταν οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι διαπραγματεύονταν ένα όριο 32 ετών για την ζωή των πυρηνικών μονάδων παραγωγής. Η απόφαση έγινε νόμος το 2002.

Το 2009, αυτός ο νόμος καταργήθηκε όταν οι Χριστιανοδημοκράτες κέρδισαν τις εκλογές. Ως αποτέλεσμα η διάρκεια ζωής των πυρηνικών μονάδων αυξήθηκε κατά 14 χρόνια για τις νέες μονάδες και κατά 8 για τις παλιές.

Το πυρηνικό ατύχημα της Fukushima τον Μάρτιο του 2011 άλλαξε αυτό το σενάριο και έπεισε την κυβέρνηση να κλείσει αμέσως οκτώ πυρηνικούς σταθμούς. Αργότερα αποφασίστηκε να κλείσουν όλοι οι πυρηνικοί αντιδραστήρες μέχρι ο 2022.
Πηγή: Πηγή: EurActiv.gr