Γυρίσματα της ταινίας «Καζαντζάκης» στο Βερολίνο

Πριν από μισό χρόνο ο Γιάννης Σμαραγδής είχε ξεκινήσει τα γυρίσματα για τη νέα του ταινία «Καζαντζάκης – Στο σκοτάδι απαντάς με φως». Μετά από την Αθήνα, τα νησιά του Αιγαίου, το Άγιο Όρος, την Αίγινα, την Κρήτη, το Όρος Σινά, το Παρίσι και τη Βιέννη τελευταίος σταθμός την περασμένη εβδομάδα ήταν το Βερολίνο. Η επίσκεψη του Γ. Σμαραγδή αφορούσε τα τελευταία εξωτερικά γυρίσματα, αφού τα εσωτερικά έχουν ήδη ολοκληρωθεί σε στούντιο στην Ελλάδα. Τώρα γίνεται το μοντάζ. Η πρεμιέρα έχει προγραμματιστεί για τα τέλη Οκτωβρίου ή τις αρχές Νοεμβρίου, δηλαδή ακριβώς 60 χρόνια από το θάνατο του συγγραφέα.

Θαυμαστής του Νίτσε και της Ρωσίας

Στην περιοχή Λιχτερφέλντε του Βερολίνου ο Καζαντζάκης έζησε, με διακοπές, από το 1920 ως το 1923 σε μία πανσιόν, η οποία καταστράφηκε στην περίοδο του B' Παγκοσμίου Πολέμου. Στο κτήριο που ανεγέρθηκε μεταπολεμικά στο ίδιο μέρος τοποθετήθηκε το 1986 μετά από πρωτοβουλία της τότε υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη αναμνηστική πλάκα. Η σχέση του Καζαντζάκη με τη Γερμανία δεν ξεκινά όμως από την περίοδο της διαμονής του στο Βερολίνο. Όπως επισημαίνει στη συνομιλία του με τη Deutsche Welle o Γιάννης Σμαραγδής, ήδη από πολλά χρόνια πριν «γνώριζε άριστα τη γερμανική λογοτεχνία. Ήταν μέγας μελετητής και θαυμαστής όχι μόνο του Γκαίτε. Ήταν για ένα διάστημα θαυμαστής, αν όχι οπαδός, του Νίτσε και της θεωρίας του υπερανθρώπου.» Το 1906, σε ηλικία 23 ετών ο Καζαντζάκης είχε αρχίσει να μελετά τα έργα του γερμανού φιλοσόφου Φρίντριχ Νίτσε. Το 1909 δημοσίευσε επί υφηγεσία διατριβή με τίτλο «Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη Φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας». Αργότερα μετέφρασε έργα του στα ελληνικά.

Στο πλαίσιο των εκτεταμένων ταξιδιών του στην Ευρώπη, ο Καζαντζάκης επισκέπτεται το 1920 και τη γερμανική πρωτεύουσα. Το Βερολίνο στις αρχές της δεκαετίας του ’20 δεν ήταν όμως τόπος αφηρημένων φιλοσοφικών αναζητήσεων, αλλά μια πόλη με πρωτόγνωρη φτώχεια και εξαθλίωση, όπου επικρατούσε επαναστατικός αναβρασμός. Ο Καζαντζάκης επισκεπτόταν πολιτικές συγκεντρώσεις και γνώρισε μια ομάδα πολωνοεβραίων γυναικών που ήταν κομουνίστριες. Με μια από αυτές, την εργάτρια Ίτκα Χόροβιτς, διατηρούσε δεσμό. «Έζησε μια πολύ έντονη ερωτική σχέση με την Ίτκα στο Βερολίνο», εξηγεί ο Γ. Σμαραγδής. «Ως ένα βαθμό του άλλαξε τη ζωή. Διότι μέχρι τότε δεν είχε 'ακουμπήσει' την υπόθεση της Ρωσικής Επανάστασης. Την ανακάλυψε μέσω αυτής της γυναίκας στη Γερμανία.» Στην «Αναφορά στον Γκρέκο» ο Καζαντζάκης σημειώνει ότι σκεπτόταν εκείνο το διάστημα να γίνει μαραγκός όπως ο Απόστολος Παύλος και να πάει να ζήσει στη Ρωσία για να διδάξει τις ιδέες του. Αργότερα την επισκέφτηκε επανειλημμένα, αλλά βέβαια ποτέ δεν εγκαταστάθηκε εκεί. Στην πραγματικότητα το ενδιαφέρον του για τον μπολσεβικισμό αφορούσε, όπως έγραφε, πρωτίστως «την ηθική και μεταφυσική πλευρά» και λιγότερο την υλική.

Μιλούσε γερμανικά σαν «Κρητίκαρος»

Βασική γλώσσα στην ταινία του Γιάννη Σμαραγδή θα είναι τα ελληνικά. Όμως εκεί που η πλοκή της ιστορίας το επιβάλλει οι ηθοποιοί μιλούν ιταλικά, αγγλικά αλλά και γερμανικά. Όπως τονίζει ο Γιάννης Σμαραγδής «ο κεντρικός ηθοποιός Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος που παίζει τον Καζαντζάκη έμαθε γερμανικά για να μπορεί να τα πει. Και τα λέει και πολύ ωραία. Είχαμε γερμανό ηθοποιό ως δάσκαλο ο οποίος του έκανε μια κανονική εκμάθηση.» Αλλά πώς τα μιλούσε τα γερμανικά ο Νίκος Καζαντζάκης; «Τα μιλούσε με την προφορά του Κρητικού» απαντά ο Γ. Σμαραγδής. «Δεν προσπαθούσε να μιμηθεί τους Βερολινέζους. Τα μιλούσε με βαριά κριτική προφορά. Όπως μιλούσε με βαριά κριτική προφορά και τα γαλλικά. Άρα, μιλούσε ένας ‘Κρητίκαρος’ μια γλώσσα που τη σεβόταν αλλά την έλεγε με το δικό του τρόπο.»

Όπως σημείωσε στη Deutsche Welle ο Γιάννης Σμαραγδής, το ενδιαφέρον του να γυρίσει ταινία για τον Νίκο Καζαντζάκη έχει και μια προσωπική νότα. Τα πατρικά τους σπίτια στο Ηράκλειο απέχουν μόλις 50 μέτρα το ένα από το άλλο. Ακόμη και σήμερα έχει μπροστά του την εικόνα, όταν στις 5 Νοεμβρίου 1957, εντεκάχρονος τότε, παρακολουθούσε μπροστά από το μαγαζί του πατέρα του τη νεκρική πομπή με το φέρετρο του Καζαντζάκη. Δέκα μέρες πριν, στις 26 Οκτωβρίου, ο συγγραφέας είχε πεθάνει στην Πανεπιστημιακή Κλινική στο Φράιμπουργκ της Νότιας Γερμανίας.

Πηγή: Deutsche Welle - Παναγιώτης Κουπαράνης, Βερολίνο