Στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, η Τόσκα στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού

Μουσική διεύθυνση Λουκάς Καρυτινός
Σκηνοθεσία, σκηνικά, κοστούμια Ούγκο Ντε Άνα
Με την Ορχήστρα, τη Χορωδία, την Παιδική Χορωδία και Μονωδούς της ΕΛΣ

Η υπέροχη παραγωγή της ΕΛΣ πρωτοπαρουσιάστηκε το καλοκαίρι του 2012 καταφέρνοντας να γεμίσει το Ηρώδειο και στις τέσσερις παραστάσεις που δόθηκαν, ενώ θεωρήθηκε από κοινό και κριτική, ένα ιδιαιτέρως καλαίσθητο και μεγαλοπρεπές, παραδοσιακό ανέβασμα με θεαματικές προβολές και αξιοζήλευτη θεατρικότητα.

Η Φλόρια Τόσκα μια ντίβα της όπερας, είναι μία γυναίκα παράφορα ερωτευμένη, που ζηλεύει παθολογικά το σύντροφό της. Ο Βαρόνος Σκάρπια ένας σκοτεινός άνδρας με απόλυτη εξουσία, ηδονίζεται από τον πόνο των θυμάτων του. Ανάμεσα στους δύο βρίσκεται ο εραστής και αγνός πατριώτης Μάριο Καβαραντόσσι ο οποίος οδηγείται στο θάνατο, όχι για τις ιδέες του, αλλά επειδή κατέχει την Τόσκα, την οποία ποθεί ο Σκάρπια. Η μηχανή είναι καλά στημένη: απ’ τις παγίδες του Σκάρπια δεν θα ξεφύγει κανείς. 

Σε αυτό το οπερατικό θρίλερ, που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα το 1900 στην Ρώμη, τα παράφορα πάθη υπογραμμίζονται από την άκρως υποβλητική μουσική του Τζάκομο Πουτσίνι. Δίκαια μία από τις δημοφιλέστερες όπερες του ρεπερτορίου. Στην Ελλάδα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1942 από την ΕΛΣ, με την 19χρονη Μαρία Κάλλας στον ομώνυμο ρόλο και από τότε παρουσιάζεται πολύ συχνά μετά από ισχυρή απαίτηση του κοινού. 
Στην διαδικασία της σύνθεσης της Τόσκας, η λέξη κλειδί για τον Πουτσίνι ήταν ο ρεαλισμός. Άλλωστε, η Τόσκα είναι το κατ' εξοχήν έργο, του κορυφαίου συνθέτη, που ευθυγραμμίζεται στα ιδεώδη του βερισμού - του Ιταλικού κινήματος του νατουραλισμού. Για τον Πουτσίνι ο ρεαλισμός έγκειται στην αγριότητα των καταστάσεων και των εντάσεων ανάμεσα στους πρωταγωνιστές και αποδίδεται από την μουσική με τρόπο άμεσο, χωρίς αφύσικες ωραιοποιήσεις. Η επιθυμία του συνθέτη ήταν, το έργο να μην θυμίζει καθόλου όπερα. Για να το επιτύχει αυτό προχώρησε σε σοβαρές επεμβάσεις στο ποιητικό κείμενο με στόχο την ανάπτυξη μιας διαρκούς σκηνικής δράσης. Σημασία για τον Πουτσίνι δεν είχαν μόνο τα συναισθήματα των χαρακτήρων του έργου, αλλά κυρίως τα όσα θα καλούνταν να πράξουν: οι κινήσεις του καταζητούμενου Αντζελόττι, η "ανάκριση" του Καβαραντόσσι από την ζηλότυπη Τόσκα, η επιβλητική είσοδος του βαρόνου Σκάρπια στην Α' Πράξη, καθώς και η εντυπωσιακή κατάληξη της, η ανάκριση της Τόσκας από τον Σκάρπια και ο βασανισμός του Καβαραντόσσι στην Β' Πράξη, η σκηνή του ωμού ερωτικού εκβιασμού και ο φόνος του Σκάρπια από την Τόσκα, η περιγραφή της σκηνής από την ηρωίδα, η εκτέλεση του Καβαραντόσσι και η αυτοκτονία της Τόσκας στην Γ' Πράξη. 
Η αφηγηματική πλοκή της Τόσκας συμπεριλαμβάνει μια σειρά από ανθρώπινα θεμελιώδη ζητήματα: τον έρωτα, τη ζήλεια, τη διεστραμμένη λαγνεία, την πίστη στη φιλία. Και παρά το γεγονός ότι ο θάνατος σφραγίζει το έργο, εντούτοις η ουσία της πλοκής του έργου είναι ο αβίωτος διχασμός της ηρωίδας η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα εφιαλτικό δίλλημα.
Ένας από τους λόγους για τους οποίους η Τόσκα παραμένει  μέχρι σήμερα μία από τις δημοφιλέστερες όπερες, είναι τα χαρακτηριστικά της κεντρικής ηρωίδας. Η Τόσκα αποτελεί το πρότυπο της οπερικής ντίβας, τόσο με το τραγούδι όσο και με τη συμπεριφορά της. Όλοι της οι χειρισμοί και τα συναισθήματα στοιχειοθετούν το κατεξοχήν οπερικό στερεότυπο της ματαιόδοξης λυρικής τραγουδίστριας, παραδομένης στα δυνατά της ένστικτα. Πρωταγωνιστεί, είτε βρίσκεται πάνω στη σκηνή είτε πίσω από αυτή. 
Ο Ούγκο Ντε Άνα, ο οποίος εκτός από την σκηνοθεσία υπογράφει τα σκηνικά και κοστούμια, παρουσιάζει μια Τόσκα συναρπαστική, δραματική και απολύτως συνεπή στο πνεύμα του συνθέτη και το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο αναφέρεται το λιμπρέττο. 
Τα εντυπωσιακά σκηνικά, ένας τεράστιος σταυρός με τον εσταυρωμένο, μια ιερή τράπεζα, ένα εργαστήρι ζωγραφικής πλαισιώνονται από θεαματικές προβολές μνημείων της Ρώμης, θρησκευτικών συμβόλων, αλλά και βίντεο που δίνουν μια κινηματογραφική διάσταση στην παραγωγή. Ο Ντε Άνα, ο οποίος είναι παγκοσμίως διάσημος για τα μνημειώδη σκηνικά του και την εντυπωσιακή χρήση φωτισμών και βίντεο, εχει σκηνοθετήσει στις σπουδαιότερες όπερες στον κόσμο όπως μεταξύ άλλων Γερμανική Όπερα Βερολίνου, Βασιλική Όπερα Λονδίνου, Όπερα Σεβίλλης, Όπερα Τελ Αβίβ, Σκάλα του Μιλάνου, Αρένα της Βερόνα, Όπερα του Τόκιο και Λισέου της Βαρκελώνης. Την αναβίωση της σκηνοθεσίας υπογράφει η Κατερίνα Πετσατώδη.
Ο διακεκριμένος αρχιμουσικός της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Λουκάς Καρυτινός θα έχει την ευθύνη της μουσικής διεύθυνσης της παραγωγής.
Στο αρχετυπικό πρότυπο της Μαρίας Κάλλας, η οποία υπήρξε η ιδανική Τόσκα, τον ρόλο του τίτλου θα ερμηνεύσει στο Ηρώδειο η σπουδαία Ελληνίδα σοπράνο Δήμητρα Θεοδοσίου, η οποία έχει εμφανιστεί στα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα του κόσμου (Μιλάνο, Παρίσι, Μόναχο, Λονδίνο κτλ.) ενώ έχει συμπράξει με σπουδαίους αρχιμουσικούς όπως ο Ρικκάρντο Μούτι, ο Βαλέρι Γκεργκίεφ και ο Ρικκάρντο Σαγί. Στην δεύτερη διανομή το ρόλο θα ενσαρκώσει και η αγαπημένη του ελληνικού κοινού, διεθνώς αναγνωρισμένη υψίφωνος Τσέλια Κοστέα, η οποία το 2012 στον ίδιο ρόλο χειροκροτήθηκε θερμά και έλαβε θετικότατες κριτικές. 
Στον ρόλο του Μάριο Καβαραντόσι ο Ιταλός τενόρος Ρομπέρτο Αρόνικα, ο οποίος έχει διαγράψει μια αξιοθαύμαστη πορεία σε κορυφαία λυρικά θέατρα του κόσμου όπως, Σκάλα του Μιλάνου, Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης, Όπερα της Βαστίλλης στο Παρίσι, Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, Λιθέου στη Βαρκελώνη, Κρατική Όπερα της Βιέννης, Όπερα του Λος Άντζελες, Όπερα του Τόκιο κ.ά. Στην δεύτερη διανομή ο εξαιρετικός κορεάτης τενόρος Ρούντυ Πάρκ, τον οποίο το ελληνικό κοινό έχει απολαύσει πολλές φορές τα τελευταία χρόνια, σε παραγωγές της ΕΛΣ.
Τον Βαρόνο Σκάρπια θα ερμηνεύσει ο κορυφαίος Έλληνας βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς, ο οποίος βρίσκεται στην απόλυτη ακμή της καριέρας του διαπρέποντας στα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα της Ευρώπης. Ενδεικτικό είναι οτι την φετινή σεζόν εμφανίστηκε, μεταξύ άλλων, στην Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, στο ιστορικό Θέατρο Φοίνικας της Βενετίας και στο Σάλτσμπουργκ με τον Γιόνας Κάουφμαν. Στην δεύτερη διανομή ο Φραντσέσκο Λαντόλφι, ο οποίος έρχεται στην Αθήνα μετά από μια θεαματική πορεία στο λυρικό θέατρο, με σημαντικές συνεργασίες  σε κορυφαίες όπερες.  
Μαζί τους νεότεροι και καταξιωμένοι Έλληνες Μονωδοί, η Χορωδία και η Παιδική Χορωδία της ΕΛΣ στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής της αποστολής.

Σημείωμα του σκηνοθέτη Ούγκο Ντε Άνα 
Χωρίς αμφιβολία και όχι συμπτωματικά, η Τόσκα συγκαταλέγεται στις δημοφιλέστερες όπερες του Πουτσίνι. Ο Πουτσίνι επιθυμούσε να συνθέσει μία μελωδική όπερα: ήθελε να δημιουργήσει μία μουσική που έρχεται από την καρδιά και μιλάει στην καρδιά. Ως προς αυτό, ο μουσικός εμφανίζεται αδιαχώριστος από τον «άνθρωπο του θεάτρου», όπως ο «μελωδιστής» δεν μπορεί να διαχωριστεί από το «συμφωνιστή». Στη μουσική του διακρίνεται με σαφήνεια ο χαρακτήρας των σκηνικών προσώπων, τα χρώματα και οι χειρονομίες των ερμηνευτών? Ο ίδιος έλεγε «κάνω θέατρο, οπτικοποιώ τη σκηνική δράση». Γι’ αυτόν τον λόγο, περισσότερο από άλλα έργα του, η Τόσκα σηματοδοτεί το πέρασμα στο πεδίο του βερισμού (επιμονή σε ρεαλιστικές λεπτομέρειες, αναζήτηση των σκηνικών εφέ με έντονες αποχρώσεις, οξυμένα συναισθήματα, όπως ο έρωτας, το μίσος, το πνεύμα θυσίας, η αγάπη για την πατρίδα…), περιλαμβάνοντας ακόμα και σκληρές, νοσηρές όψεις, καθώς επίσης αποσπασματικούς, φορτισμένους διαλόγους έντονης δραματικότητας. Η πολύ γνωστή υπόθεση, μία ιστορία παθιασμένου έρωτα ανάμεσα στην Φλόρια Τόσκα και τον Μάριο Καβαραντόσσι, έχει ως φόντο μία πολιτική κατάσταση στην οποία επικρατεί έξαρση των ιδανικών της ελευθερίας και της δικαιοσύνης σε αντιδιαστολή προς την δεσποτική και σκληρή εξουσία του Σκάρπια, ο οποίος με διαβολικό τρόπο καθορίζει μια ροή εξελίξεων, που επιφέρει τον δικό του χαμό, την καταδίκη του εραστή της Τόσκας και τη θεαματική αυτοκτονία της ίδιας: «Ω, Σκάρπια, ενώπιον του Θεού!»
Η Τόσκα με μια ματιά
Ο συνθέτης / Ο Τζάκομο Πουτσίνι γεννήθηκε στη Λούκκα της βόρειας Ιταλίας στις 22 Δεκεμβρίου 1858. Έως σήμερα παραμένει ένας από τους δημοφιλέστερους Ιταλούς συνθέτες όπερας, καθώς τα περισσότερα από τα έργα του περιλαμβάνονται σταθερά στο ρεπερτόριο των λυρικών θεάτρων του κόσμου. Η προσωπική γλώσσα του διαμορφώθηκε με μεγάλη σαφήνεια ήδη από την τρίτη όπερά του, Μανόν Λεσκώ (1893), ενώ με τα επόμενα τρία έργα, Μποέμ (1896), Τόσκα (1900) και Μαντάμα Μπαττερφλάι (1904), αναγνωρίστηκε ως ο σημαντικότερος διάδοχος του Βέρντι. Η πρόδηλα μελωδική μουσική και η έντονη θεατρικότητα που χαρακτηρίζουν τις όπερές του ανταποκρίθηκαν με επιτυχία στις απαιτήσεις της εποχής. Λόγω του αιφνίδιου θανάτου του, στις Βρυξέλλες το 1924, έμεινε ανολοκλήρωτο το τελευταίο έργο του, η όπερα Τουραντότ.
Το έργο / Η τρίπρακτη όπερα Τόσκα βασίζεται σε ποιητικό κείμενο των Τζουζέππε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλλικα, εμπνευσμένο από το θεατρικό έργο Η Τόσκα (1887) του Γάλλου Βικτοριέν Σαρντού. Ο ζωγράφος και δημοκράτης Μάριο Καβαραντόσσι, εραστής της Τόσκας, συλλαμβάνεται εξαιτίας των πολιτικών φρονημάτων του από το βαρόνο Σκάρπια, αρχηγό της αστυνομίας. Ο Σκάρπια προτίθεται να ελευθερώσει τον Καβαραντόσσι με αντάλλαγμα μια ερωτική συνεύρεση με την Τόσκα. Εκείνη υποκύπτει στον εκβιασμό, αλλά σκοτώνει το βαρόνο όταν την πλησιάζει. Καταδιωκόμενη από την αστυνομία, αυτοκτονεί πέφτοντας από τις επάλξεις του φρουρίου των φυλακών όπου λίγο νωρίτερα έχει εκτελεστεί ο Καβαραντόσσι.
Πρεμιέρες 
Η Τόσκα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο Κοστάντσι της Ρώμης στις 14 Ιανουαρίου 1900. Τον κεντρικό ρόλο ερμήνευσε η ελληνικής καταγωγής Ρουμάνα υψίφωνος Χαρίκλεια Νταρκλέ –το γένος Χαρικλή–, επιλογή του ίδιου του Πουτσίνι, τον Καβαραντόσσι ο Εμίλιο ντε Μάρκι και τον Σκάρπια ο Εουτζένιο Τζιραλντόνι. Διηύθυνε ο Λεοπόλντο Μουνιόνε. Η Τόσκα παρουσιάστηκε από το Γ’ Ελληνικό Μελόδραμα κατά την καλλιτεχνική περίοδο 1916/7. Η Εθνική Λυρική Σκηνή τη συμπεριέλαβε στο ρεπερτόριό της στις 27 Αυγούστου 1942, μεσούσης της γερμανικής κατοχής, με τη δεκαεννιάχρονη Μαρία Καλογεροπούλου (Κάλλας) στον κεντρικό ρόλο. Διηύθυνε ο Σώτος Βασιλειάδης.
Σύνοψη
Α’ Πράξη / Σάντ’ Αντρέα ντέλλα Βάλλε (Άγιος Aνδρέας του Kάμπου), Ρώμη, Ιούνιος του 1800. Ο Τσέζαρε Αντζελόττι, πολιτικός κρατούμενος που έχει αποδράσει, αναζητά κρησφύγετο σε παρεκκλήσι του ναού, στον οποίο εισέρχεται ο Νεωκόρος ακολουθούμενος από το ζωγράφο Μάριο Καβαραντόσσι. Παρ’ ότι εκείνος φιλοτεχνεί εικόνα της Mαρίας Μαγδαληνής με ξανθά μαλλιά, λέει ότι του θυμίζει τη μελαχρινή
αγαπημένη του Φλόρια Τόσκα, γνωστή τραγουδίστρια όπερας. Μετά την αποχώρηση του Νεωκόρου, ο Καβαραντόσσι συναντά τον Αντζελόττι και υπόσχεται να τον βοηθήσει ώστε να φύγει μυστικά από τη Ρώμη. Ακούγοντας την Τόσκα να πλησιάζει, ο Αντζελόττι κρύβεται πάλι. Εκείνη έχει ακούσει τον αγαπημένο της να συνομιλεί με κάποιον, μα δεν βλέπει άλλο πρόσωπο και εκφράζει την παθολογική ζήλια της, ανακρίνοντάς τον εξαντλητικά. Ο Καβαραντόσσι την καθησυχάζει, κι έτσι η Τόσκα αποχωρεί. Ο ζωγράφος σχεδιάζει με τον Αντζελόττι τη φυγάδευσή του. Ύστερα φεύγουν μαζί βιαστικά από το παρεκκλήσι.
Πλήθος πιστών συγκεντρώνονται για το Te Deum, ενώ καταφτάνει ο αρχηγός της αστυνομίας, βαρόνος Σκάρπια, με τον αστυνομικό Σπολέττα, αναζητώντας τον Αντζελόττι. Η Τόσκα επιστρέφει. Ο Σκάρπια, που υποπτεύεται τον Καβαραντόσσι και ταυτόχρονα ποθεί την όμορφη τραγουδίστρια, βασίζεται στη γνωστή ζήλια της ώστε να εκμαιεύσει πληροφορίες. Παρ’ όλα αυτά, δεν κατορθώνει πολλά. Ενώ το πλήθος υμνωδεί, ο Σκάρπια ορκίζεται να οδηγήσει τον Καβαραντόσσι στην κρεμάλα και την Τόσκα στην αγκαλιά του.
Β’ Πράξη / Αίθουσα του μεγάρου Φαρνέζε, όπου διαμένει ο Σκάρπια. Καθώς ο βαρόνος δειπνεί, αναλογίζεται πόσο πολύ ποθεί την Τόσκα. Ο Σπολέττα ανακοινώνει ότι δεν βρήκε τον Αντζελόττι, αλλά ότι συνέλαβε τον Καβαραντόσσι για ύποπτη συμπεριφορά. Ο Σκάρπια, που στο μεταξύ έχει καλέσει την Τόσκα, ανακρίνει το ζωγράφο, ο οποίος αρνείται πως γνωρίζει οτιδήποτε. Η τραγουδίστρια φτάνει τη στιγμή που ο αγαπημένος της βασανίζεται σε διπλανό δωμάτιο. Δεν αντέχει να ακούει τις φωνές και αποκαλύπτει στον Σκάρπια το κρησφύγετο του Αντζελόττι, που της έχει εμπιστευτεί ο εραστής της. Ο Καβαραντόσσι οδηγείται μπροστά τους ενόσω αναγγέλλεται η νίκη των στρατευμάτων του Ναπολέοντα στο Μαρένγκο. Ο ζωγράφος πανηγυρίζει.
Έξαλλος ο Σκάρπια διατάζει τη φυλάκισή του. Στη συνέχεια, μόνος με την Τόσκα, ο βαρόνος διαπραγματεύεται την αποφυλάκιση του αγαπημένου της: Προκειμένου να τον αφήσει ελεύθερο, εκείνη θα πρέπει να υποκύψει στις ορέξεις του. Σε απόλυτη απόγνωση, η Τόσκα συμφωνεί. Ο Σκάρπια υποκρίνεται πως ζητά από τον Σπολέττα ψευδή εκτέλεση του Καβαραντόσσι. Αφού όμως ετοιμάσει το έγγραφο με το οποίο η Τόσκα και ο αγαπημένος της θα μπορούν να φύγουν ανενόχλητοι από τη Ρώμη, εκείνη αρπάζει ένα μαχαίρι από το τραπέζι του δείπνου και, οπλισμένη με μίσος και αηδία, τον φονεύει.
Γ’ Πράξη / Λίγες ώρες αργότερα, ξημέρωμα στο Καστέλ Σάντ’ Άντζελο. Ηχούν οι καμπάνες του Αγίου Πέτρου και ακούγεται από μακριά η φωνή ενός Βοσκού. Αναμένοντας την εκτέλεσή του, ο Καβαραντόσσι σκέφτεται μόνο τα γλυκά φιλιά της αγαπημένης του. Πάνω στην ώρα φτάνει η Τόσκα, αφηγείται το κατόρθωμά της και τον καθησυχάζει εξηγώντας ότι η εκτέλεσή του, όπως πιστεύει, θα είναι εικονική. Του υποδεικνύει πώς ακριβώς να κινηθεί και στη συνέχεια ενθουσιάζεται με τη φυσικότητα με την οποία ο Καβαραντόσσι υποκρίνεται, όπως νομίζει, τον νεκρό μόλις το απόσπασμα τον πυροβολεί. Περιμένει ώσπου να φύγουν οι στρατιώτες. Όταν πηγαίνει κοντά του για να τον ειδοποιήσει ότι ο δρόμος προς την ελευθερία είναι πλέον ανοιχτός, αντιλαμβάνεται ότι ο Σκάρπια την ξεγέλασε. Εκείνη τη στιγμή εισέρχονται στρατιώτες οδηγούμενοι από τον Σπολέττα: Το έγκλημά της αποκαλύφθηκε, και θα πληρώσει. Ωστόσο, προτιμά να πέσει στο κενό παρά στα χέρια τους. Με τον Σκάρπια θα αναμετρηθεί πια ενώπιον του Θεού.
Πηγή: skai.gr