Κλείσιμο

«Τετάρτη 0.4:45» πρεμιέρα για το γκανγκστερικό δράμα του Αλέξη Αλεξίου

«Ο κόσμος γύρισε ανάποδα, κι εγώ θα γυρίσω ανάποδα μαζί του» λέει ο ήρωας της ταινίας Στέλιος Δημητρακόπουλος (τον υποδύεται ο Στέλιος Μάινας), καθώς εξαναγκάζεται να βυθιστεί όλο και περισσότερο στη σκοτεινή πλευρά της Αθήνας και ταυτόχρονα κρατά αποστάσεις από τον υπόκοσμο. Του απομένουν 32 ώρες να κλείσει τους λογαριασμούς του για να μη χάσει τα πάντα- από το τζαζ μπαρ που διατηρεί χρόνια, έως την οικογένειά του-, κάτω από την πίεση του εκβιασμού ενός Ρουμάνου γκάγκστερ, που του έχει δανείσει χρήματα και απαιτεί να εξοφληθεί το χρέος «εδώ και τώρα».

Ο χρόνος για τον Στέλιο Δημητρακόπουλο μετρά αντίστροφα, από την αρχή της ταινίας και μέχρι να αδειάσει η κλεψύδρα, «ο απογοητευμένος νεοέλληνας που η φιλοδοξία και τα μεγάλα του όνειρα τον οδηγούν στην καταστροφή, επιχειρεί να δώσει λύση με μια βίαιη κάθαρση» σημειώνει ο σκηνοθέτης Αλέξης Αλεξίου, που υπογράφει και το σενάριο.

Ξεκίνησε τη συγγραφή του το 2008, αμέσως μετά το εντυπωσιακό ντεμπούτο της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του, «Ιστορία 58».

Η αρχική μορφή του σεναρίου ολοκληρώθηκε το 2010. «Γι αυτό και η ταινία τοποθετείται εκείνη την περίοδο και συμπίπτει με την πολιτική και οικονομική κρίση της χώρας. Ένα γκαγκστερικό δράμα, που σχολιάζει, παράλληλα, το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι, όπως είναι εξάλλου η φύση αυτού του κινηματογραφικού και λογοτεχνικού είδους που γεννήθηκε στις ΗΠΑ, εν μέρει για να ασκήσει τέτοιου είδους σχολιασμό» προσθέτει ο Αλέξης Αλεξίου.

Τι κοινό μπορεί να έχει ο Στέλιος Δημητρακόπουλος με τον δημιουργό του, αλλά και τον ηθοποιό που τον ενσαρκώνει; «Κι όμως υπάρχει κάποια προσωπική σύνδεση για εμένα και τον Στέλιο (Μάινα) με τον ήρωα της τανίας μου» δηλώνει χαμογελώντας με νόημα ο σκηνοθέτης: «Όπως το να προσπαθείς να κάνεις μια ταινία σε μια χώρα που, κακά τα ψέματα, δεν έχει παράδοση κινηματογραφικής κουλτούρας, σε σχέση με τις άλλες χώρες. Είναι κι αυτό μια χίμαιρα, σαν αυτή που κυνηγά ο ήρωάς μας, που προσπαθεί να έχει τζαζ μαγαζί σε μια χώρα που δεν ακούει τζαζ μουσική. Προσπαθούμε να κυνηγάμε όνειρα που πολύ δύσκολα πετυχαίνουν».

Κι αν η ταινία του είναι σκοτεινή, παρόλα αυτά «έχει ανάσες χιούμορ και τελειώνει μ έναν αισιόδοξο τρόπο. Γιατί ο ήρωας κατά μια έννοια συμφιλιώνεται με το γεγονός ότι μπορεί να μην τα κατάφερε ακριβώς αλλά στάθηκε με αξιοπρέπεια ως την τελευταία στιγμή».

Για τον Στέλιο Μάινα, ηθοποιό του θεάτρου, της τηλεόρασης και με αραιότερες, αλλά δυνατές, εμφανίσεις στον κινηματογράφο (Βαλκανιζατέρ, Μπραζιλέρο), η πρώτη του επαφή με το σενάριο αυτής της ταινίας, «του έδωσε την εντύπωση θρίλερ της δεκαετίας του 70, ταινίες με τις οποίες μεγάλωσε» παραδέχεται ο ίδιος, σε ερώτηση σχετικά με αυτά που τον γοήτευσαν στην υπόθεση.

«Όπως επίσης κι ένα στιλιζάρισμα κλασικού γουέστερν, γιατί οι διάλογοι που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι της νύχτας στην ταινία είναι κοφτοί, θυμίζουν κώδικες ηθικής γουέστερν» εκτιμά ο ηθοποιός, ο οποίος στη διάρκεια των γυρισμάτων μιας από τις δυσκολότερες σκηνές τραυματίστηκε στο μέτωπο, με αποτέλεσμα να διακοπούν τα γυρίσματα για περίπου ενάμιση μήνα.

Αντίθετα με τον χαρακτήρα που υποδύεται, ο Στέλιος Μάινας, στην εξαιρετική ερμηνεία του, δεν αυτενεργεί εξωτερικά: «Στον κινηματογράφο, ο σκηνοθέτης έχει την ταινία στο μυαλό του και ο ηθοποιός πειθαρχεί. Γιατί δεν είναι εκείνος που ελέγχει, αλλά ο σκηνοθέτης, με τη διαμεσολάβηση της εικόνας. Ο ήρωάς μου είναι στο "χιλιοστό" κι ο ηθοποιός δεν έχει πολλές δυνατότητες να αυτενεργήσει εξωτερικά. Πρέπει να δουλεύει σε πολλά επίπεδα και μονίμως να διακατέχεται από ανασφάλεια για το ενδεχόμενο ότι μπορεί να αφήσει αδιάφορο τον θεατή. Αυτό το στοιχείο της προσωπικής αμφιβολίας του ηθοποιού, διατηρεί τα πράγματα ανοιχτά στην ταινία και θεωρώ ότι κρατά το ενδιαφέρον του θεατή έως το τέλος. Είναι και ο λόγος για τον οποίο δεν βλέπω ποτέ το υλικό στη διάρκεια των γυρισμάτων».

Μαζί με τον Στέλιο Μάινα, στην «Τετάρτη 04:45» παίζουν οι Δημήτρης Τζουμάκης, Γιώργος Συμεωνίδης, Μαρία Ναυπλιώτη και ο Ελληνογερμανός Αδάμ Μπουσδούκος, γνωστός από την ταινία του Φατίχ Ακίν «Soul Kitchen».

Η ταινία είναι γαλλογερμανική παραγωγή, με παραγωγό τον Θανάση Καραθάνο, ο οποίος εργάζεται κυρίως στη Γερμανία και διευθυντές παραγωγής τον Χρήστο Β. Κωνταντακόπουλο της Faliro House και τη Θεοδώρα Βαλέντη της Μarni Films.
Πηγή: Πηγή: ΑΜΠΕ