«Οι φόροι καταστρέφουν την οικονομία και αυξάνουν τη φτώχεια»

Φτάνοντας στο διαμέρισμα της οδού Κολοκοτρώνη είμαστε σχεδόν στην καρδιά του Πειραιά. Δύο βήματα από το Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά μας υποδέχεται ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Δημοσιονομικών Μελετών (ΙΝΔΗΜΕ) Τάσος Αβραντίνης. Βρισκόμαστε ίσως στο κέντρο της ελληνικής σχολής των οικονομικών της προσφοράς. Καμμιά δεκαριά νέες και νέοι οικονομολόγοι περιστοιχίζουν με μεγάλο πάθος και όρεξη τον Τάσο Αβραντίνη. Ο Αβραντίνης μαζί με μερικά από τα πιο γνωστά ονόματα της οικονομικής επιστήμης, όπως οι καθηγητές των οικονομικών Γιώργος Μπήτρος και Παναγιώτης Λιαργκόβας (πρώην επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους), η καθηγήτρια του φορολογικού δικαίου Κατερίνα Σαββαΐδου (πρώην Γενική Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων), ο οικονομολόγος και συγγραφέας Κώστας Χριστίδης και αρκετοί ακόμα ξεκίνησαν εδώ και εννέα μήνες το ΙΝΔΗΜΕ.

Δικηγόρος στο επάγγελμα ο Τάσος Αβραντίνης με ειδίκευση μεταξύ άλλων στα φορολογικά και δημοσιονομικά θέματα, αποτελεί εδώ και καιρό τον εκλεκτό του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Νέας Δημοκρατίας για τις επερχόμενες εθνικές εκλογές στην πρώτη εκλογική περιφέρεια του Πειραιώς και Νήσων. Λίγα πράγματα στον Τάσο Αβραντίνη θυμίζουν υποψήφιο βουλευτή. Κυρίως δεν του αρέσει να ωραιοποιεί τα πράγματα ή να μιλά με κοινοτοπίες. Είναι πολύ συγκεκριμένος και δε διστάζει να σου μιλήσει για μάλλον «δύσπεπτα» θέματα με αφοπλιστική ειλικρίνεια. Γνωρίζει καλά τα νούμερα της οικονομίας και σε εκπλήσσει η μνήμη του. Όσο κυλά η συζήτηση ο Τάσος Αβραντίνης δεν αρνείται να συζητήσει από μηδενική βάση οποιαδήποτε αντίρρηση ή επιφύλαξή μας. Σχεδόν σε κάνει να πιστέψεις ότι συμμερίζεται τις αντιρρήσεις σου αλλά μέχρι να το συνειδητοποιήσεις σε έχει πείσει για το ότι έχει αυτός δίκιο. 

Μας ενημέρωσε ότι μόλις είχε τελειώσει τη μελέτη των στοιχείων της έκθεσης της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας του IMD και η κατάσταση είναι κατά τη γνώμη του απογοητευτική για τη χώρα στο θέμα της φορολογίας. Μας επαναλαμβάνει μετ΄επιτάσεως για να «το εμπεδώσουμε», όπως λέει, ότι «τα κακά δημόσια οικονομικά καταστρέφουν τις χώρες και τις δημοκρατίες». 

Ερώτηση: Με πρόσφατες ανακοινώσεις του ΙΝΔΗΜΕ απομυθοποιήσατε θα έλεγε κανείς τις φορολογικές ελαφρύνσεις της κυβέρνησης και καταδείξατε τα προβληματικά στοιχεία και το αδιέξοδο των φορολογικών μεταρρυθμίσεων των τελευταίων χρόνων. Θα μπορούσαμε εντούτοις να θεωρήσουμε ότι το φορολογικό σύστημα της Ελλάδας πληροί σε γενικές γραμμές τις «αρχές ενός καλού φορολογικού συστήματος» έστω και με ... λίγη καλή διάθεση;


Απάντηση:
Όχι δεν μπορούμε να ισχυριστούμε κάτι τέτοιο. Δεν είναι θέμα καλής ή κακής διάθεσης αλλά αριθμών και αποτελεσμάτων. Πρόκειται για ένα αναποτελεσματικό και προβληματικό φορολογικό σύστημα. Ένα αποτελεσματικό φορολογικό σύστημα εξασφαλίζει τα δημόσια έσοδα με τις λιγότερες δυνατές στρεβλώσεις και παρενέργειες για την οικονομία. Προάγει την επιχειρηματικότητα και δεν στέκεται εμπόδιο στο επιχειρείν. Αν ανατρέξουμε στα διαθέσιμα επίσημα στοιχεία τα τελευταία δέκα χρόνια (2008-2017) θα διαπιστώσουμε ότι ενώ το ΑΕΠ της χώρας μειώθηκε κατά 25% περίπου τα συνολικά φορολογικά έσοδα του κράτους (συμπεριλαμβανομένων των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης) μειώθηκαν μόλις κατά περίπου 7%. Με απλά λόγια, τα φορολογικά έσοδα μειώθηκαν λιγότερο από τη φορολογική βάση. 

Ερώτηση:Και τι σημαίνει αυτό; 


Απάντηση:
Πολύ απλά, ότι η φορολογία αυξήθηκε δραματικά. Τα χρόνια της δημοσιονομικής προσαρμογής οι φορολογικοί συντελεστές στην άμεση αλλά και στην έμμεση φορολογία αυξήθηκαν δραματικά, καταργήθηκαν φοροαπαλλαγές και εκπτώσεις, επιβλήθηκαν νέοι φόροι στην περιουσία, εισφορά αλληλεγγύης, νέοι ειδικοί φόροι κατανάλωσης, αυξήθηκαν οι προκαταβολές φόρου εισοδήματος.

Ερώτηση: Στις άλλες χώρες τι συνέβη δηλαδή;

Απάντηση: Η σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ αλλά και πιο εξειδικευμένα με τις χώρες που πέρασαν από Μνημόνια, όπως η Κύπρος, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, είναι εντελώς απογοητευτική. Μέχρι και το έτος 2010, τα συνολικά φορολογικά έσοδα στη χώρα μας ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν χαμηλότερα από το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Από το 2011 και μετά, η εικόνα αυτή αντιστρέφεται. Από τα έτη 2016 και 2017 οι μεγάλες αυξήσεις στη φορολογία από την παρούσα κυβέρνηση είχαν ως συνέπεια η διαφορά μεταξύ Ελλάδας και μέσου όρου ΟΟΣΑ να εκτοξευθεί. Δημοσιεύθηκε σήμερα από το εξαιρετικά αξιόπιστο ΙMD World Competitiveness Center η μελέτη για την ανταγωνιστικότητα των χωρών. Μεταξύ 63 χωρών είμαστε 58η και μάλιστα υποχωρούμε σε σχέση με το προηγούμενο έτος κατά μία θέση. Στην Ε.Ε. είμαστε προτελευταίοι. Η φορολογία υπονομεύει το μέλλον της ελληνικής οικονομίας. Σε όλες πλέον τις εκθέσεις των διεθνών οργανισμών η υψηλή φορολογία, η πολυπλοκότητα και αστάθεια του φορολογικού συστήματος εξαιτίας της φορολογικής πολυνομίας καταγράφονται ως οι πιο προβληματικοί παράγοντες για να επενδύσει κανείς στην Ελλάδα.

Ερώτηση: Για τον απλό πολίτη και το ελληνικό νοικοκυριό τι σημαίνει πρακτικά αυτό;

Απάντηση: Το εισόδημα του πολίτη κατανέμεται μεταξύ κατανάλωσης και αποταμίευσης. Η μεγάλη και εξοντωτική φορολογία είναι η βασική αιτία περιορισμού και των δύο. Όσο περιορίζεται η κατανάλωση και αποταμίευση και δεν γίνονται επενδύσεις μικραίνει η οικονομία. Εάν θέλετε να σας δώσω ενδεικτικά ένα στοιχείο, θα σας πώ ότι το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών (μετά την αφαίρεση των φόρων) το 2017 ήταν 32% μικρότερο από το 2008 και η τάση αυτή σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας μεγάλωσε ακόμη περισσότερο το 2018. Για την οικονομία οι επιπτώσεις ήταν τραγικές καθώς οι καταθέσεις των πολιτών (όσων είχαν ακόμη) στις τράπεζες έγιναν φόροι με αποτέλεσμα το τραπεζικό σύστημα να στερηθεί των κεφαλαίων που θα χρηματοδοτούσαν τις επιχειρήσεις, την παραγωγική οικονομία δηλαδή. Οι οριακές επιχειρήσεις έκλεισαν και αυξήθηκε η ανεργία. Επίσης πολλοί φορολογούμενοι, οι οποίοι δεν είχαν χρήματα προκειμένου να εξοφλήσουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις αναγκάσθηκαν να δανεισθούν με υψηλότατα επιτόκια από τις τράπεζες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί σημαντικά το ιδιωτικό χρεός στη χώρα, στο οποίο μάλιστα πρέπει να προσθέσετε και τα ποσά που οφείλουν στην εφορία όσοι δεν έχουν χρήματα ή τη δυνατότητα να δανειστούν για να πληρώσουν τους φόρους τους.

Ερώτηση: Μήπως όμως οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις διευκόλυναν τη διανεμητική λειτουργία των φόρων κατά την περίοδο της κρίσης και βοήθησαν έτσι τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα;

Απάντηση:
Κάθε άλλο. Η αύξηση της φορολογίας δεν βοηθά τους φτωχούς και τους αδύναμους, όπως πιστεύουν οι αριστεροί και οι πάσης φύσεως υποστηρικτές της διανεμητικής λειτουργίας των φόρων. Αντιθέτως η αύξηση των φόρων δημιουργεί οικονομική ύφεση και ανεργία με αποτέλεσμα να θίγονται πρώτα οι ασθενέστερες οικονομικά ομάδες του πληθυσμού, να μειώνεται η κοινωνική κινητικότητα να αυξάνεται η φτώχεια και η δυστυχία. Το χειρότερο να δημιουργούνται στρατιές εξαρτημένων από μια αδιέξοδη κρατική πολιτική που αντί να επιλύει μεγαλώνει το πρόβλημα. Από όλα τα επίσημα στοιχεία προκύπτει, ότι οι επιδόσεις της χώρας στους δείκτες ανισότητας παραμένουν σημαντικά κατώτερες σε σχέση με το μέσο όρο της Ε.Ε. με τις φορολογικές μεταρρυθμίσεις των τελευταίων ετών να μην επιφέρουν καμία αλλαγή προς την αντίθετη κατεύθυνση. Συγκεκριμένα, ο συντελεστής ανισότητας του εισοδήματος σύμφωνα με τη Eurostat επί της ουσίας δεν έχει μεταβληθεί όλη την περίοδο της κρίσης παρά την δραματική αύξηση των φόρων. 

Ερώτηση: Μα οι κοινωνικές μεταβιβάσεις στους πιο αδύναμους δε μειώνουν τον κίνδυνο της φτώχειας;

Απάντηση: Οι «κοινωνικές μεταβιβάσεις», όπως λέτε πληρώνονται από το μόχθο κάποιων παραγωγικών ακόμη πολιτών. Όσα περισσότερα χρήματα αρπάζουμε από αυτούς τόσο περισσότερο τους εξουθενώνουμε. Μόνο το 2017 (είναι το τελευταίο έτος με επίσημα στοιχεία από την ΑΑΔΕ) το συνολικό εισόδημα μειώθηκε κατά 1,5 δισ. ευρώ. Σας επισημαίνω ακόμη ότι ο αριθμός των φορολογουμένων με εισόδημα μεγαλύτερο από 42.000 € σε σχέση με το 2008 μειώθηκε κατά 50% και οι φόροι που αυτοί πλήρωναν κατά 35%. Η μείωση αυτή είναι το καμπανάκι που πρέπει να ακούσουμε και να μειώσουμε τους φόρους. Με όρους οικονομικής αποτελεσματικότητας, οι μεταρρυθμίσεις στη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων είναι βέβαιο ότι λειτούργησαν τελείως στρεβλωτικά, δημιουργώντας αντικίνητρα για την απόκτηση επιπλέον εισοδήματος και ενισχύοντας ταυτόχρονα τα κίνητρα για φοροδιαφυγή ή νόμιμη φοροαποφυγή.

Να επανέλθω όμως στον «κίνδυνο της φτώχειας». Σύμφωνα λοιπόν με τα επίσημα στοιχεία το ποσοστό κινδύνου φτώχειας μετά τις «κοινωνικές μεταβιβάσεις» παραμένει σταθερά υψηλότερο από το μέσο όρο της ΕΕ. Συγκεκριμένα, το έτος 2017, το ένα πέμπτο του πληθυσμού (20,2%) στη χώρα μας θεωρείται ότι διατρέχει κίνδυνο φτώχειας, ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ ανέρχεται σε 16,9%.

Ερώτηση: Νομίζω, ότι θα συμφωνήσετε μαζί μου πώς εκτός από την υψηλή φορολογία εξίσου αρνητικό στοιχείο για την ανταγωνιστικότητα της χώρας είναι και η πολυπλοκότητα της φορολογικής νομοθεσίας.

Απάντηση:
Έχετε απόλυτο δίκιο. Οι συνεχείς αλλαγές στη φορολογική νομοθεσία προκαλούν ανασφάλεια δικαίου στους πολίτες, στις επιχειρήσεις αλλά και στις ίδιες τις φορολογικές αρχές. Να σας δώσω μερικά ενδεικτικά στοιχεία, την περίοδο 2010 – 2016 ψηφίστηκαν 17 αμιγώς φορολογικοί νόμοι, γεγονός που σημαίνει ότι μέσα σε έξι χρόνια ψηφίστηκαν περίπου 2,4 νόμοι φορολογικού ενδιαφέροντος το χρόνο. Χωρίς σε αυτούς να υπολογίζουμε τις διάσπαρτες διατάξεις φορολογικού περιεχομένου, οι οποίες περιλαμβάνονται σε άσχετους νόμους και επιτείνουν την αβεβαιότητα για το τι τελικά ισχύει στη φορολογία. Παράλληλα, υπάρχει και μία ακατάπαυστη και συγχρόνως ακατανόητη παραγωγή κανονιστικών αποφάσεων και εγκυκλίων (ΠΟΛ), οι οποίες μόνο την περίοδο 2011-2018 ξεπέρασαν τις 1.300 δηλαδή σχεδόν μια φορολογική διάταξη μέρα παρά μέρα. Η πολυπλοκότητα και η αστάθεια λοιπόν του φορολογικού συστήματος που προκαλεί η πολυνομία αυξάνει σημαντικά το διοικητικό βάρος για τις επιχειρήσεις καθιστώντας τη φορολογική συμμόρφωση ιδιαίτερα δαπανηρή. Ταυτόχρονα αυξάνεται και το διοικητικό βάρος για τη φορολογική διοίκηση γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται το έργο των ελεγκτικών μηχανισμών του Υπουργείου Οικονομικών.

Ερώτηση: Τι θα θέλατε να προσθέσετε στα όσα μας είπατε.


Απάντηση: Με δύο λόγια ότι είναι καιρός να συνειδητοποιήσουμε ότι υψηλή φορολογία και ανάπτυξη είναι δύο ασύμβατα πράγματα.




Πηγή: Νίκος Υποφάντης